ξαρρωστώ

ξαρρωστώ
ξαρρωστώ και ξαρρωσταίνω ξαρρώστησα, σηκώνομαι από αρρώστια, παύω να είμαι άρρωστος: Αρρώστησε, ξαρρώστησε κι άλλη γυναίκα πήρε (δημ. τραγ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ξαρρωστώ — άω και ξαρρωσταίνω (Μ ξαρρωστῶ, έω) συνέρχομαι από ασθένεια, γιατρεύομαι, γίνομαι καλά νεοελλ. γιατρεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + ἀρρωστῶ / ἀρρωσταίνω] …   Dictionary of Greek

  • ξαρρωσταίνω — βλ. ξαρρωστώ …   Dictionary of Greek

  • ξαρρώστημα — ξαρρώστημα, τὸ (Μ) [ξαρρωστώ] φάρμακο, γιατρικό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”